- μηχανοσφαιροποιΐα
- μηχᾰνο-σφαιροποιΐα, ἡ,A construction of artificial spheres, Theo Sm.p.180 H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μηχανοσφαιροποιία — μηχανοσφαιροποιΐα, ἡ (Α) η κατασκευή σφαιρών με μηχανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + σφαιροποιΐα (< σφαιροποιός)] … Dictionary of Greek
μηχανοσφαιροποιίαις — μηχανοσφαιροποιία construction of artificial spheres fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek